ρόδιο

ρόδιο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο Rh· ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 45, ατομικό βάρος 102,91, ένα σταθερό ισότοπο, Rh103, και δυο ραδιενεργά, Rh104, που αποτελείται από δυο πυρηνικά ισομερή με περιόδους υποδιπλασιασμού 43’ και 44’, και Rh106 με περίοδο υποδιπλασιασμού 30’. Στη φύση βρίσκεται μαζί με τον λευκόχρυσο και στις χρυσοφόρους άμμους του Μεξικού και της Νότιας Αμερικής. Το ανακάλυψε το 1803 ο Γουόλαστον. Είναι μέταλλο λευκό, λίγο στιλπνό, ελάσιμο εν θερμώ· τήκεται στους 1980°C και έχει πυκνότητα 12,41. Σε λεπτότατο καταμερισμό έχει ισχυρές καταλυτικές ιδιότητες· είναι συμπαγές και δεν προσβάλλεται από τα οξέα και το βασιλικό ύδωρ, αλλά μόνο από το φθόριο και το τετηγμένο υπερθειικό κάλιο. Παρασκευάζεται καθαρό από το χλωριούχο πορφυρορόδιο. To ρ. σχηματίζει ενώσεις με το χλώριο, το φθόριο, το θείο και άλλα στοιχεία, κυρίως στην κατάσταση οξείδωσης +3. Χρησιμοποιείται ως καταλύτης σε οργανικές συνθέσεις και, σε κράματα με τον λευκόχρυσο, για ηλεκτρικά σύρματα ανθεκτικά σε υψηλές θερμοκρασίες, για την ηλεκτρολυτική επιροδίωση αντικειμένων από χρυσό και άργυρο και για θερμοηλεκτρικά στοιχεία.
* * *
το χημ.
μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Rh και ατομικό αριθμό 45, που ανήκει στα στοιχεία μετάπτωσης τής ομάδας VΙΙΙ τού περιοδικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhodium (< ῥόδον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λευκόχρυσος ή πλατίνα — Μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Pt. Ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 78, ατομική μάζα 195,09 και έξι σταθερά ισότοπα. Στη φυσική του κατάσταση βρίσκεται στον πεπίτη, ο οποίος προέρχεται από …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

  • Παλαίμων — Όνομα προσώπων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. 1. Θαλάσσια θεότητα, που λατρευόταν κυρίως στην αρχαία Κόρινθο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Π. ήταν γιος του Αθάμαντα και της Ινούς Μελικέρτης. Έγινε θαλάσσιος θεός όταν γκρεμίστηκε από τη Μολουρίδα …   Dictionary of Greek

  • άωτος — I Η λέξη, που ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα άω, άημι (πνέω, φυσώ), σημαίνει το πιο εκλεκτό και ανώτερο στοιχείο ενός πράγματος. Στον Όμηρο τη συναντάμε με τη σημασία λεπτότατος σε σχέση με το μαλλί ή το λινάρι. Η ίδια συνάφεια εντοπίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • έντιμος — (6ος; αι. π. Χ.). Ένας από τους οικιστές της Γέλας, στη Σικελία. Ήταν αρχηγός των Κρητών και ταξίδεψε μαζί με τον Ρόδιο Αντίφημο, 45 χρόνια μετά την κτίση των Συρακουσών. * * * η, ο (AM ἔντιμος, ον) Ι. αυτός τον οποίο τιμούν και επαινούν νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • έφιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ολύνθιος ιστοριογράφος (4ος αι. π.Χ.). Ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών. Ο Αρριανός αναφέρει ότι o Αλέξανδρος όρισε τον Έ. και τον Αισχύλο τον Ρόδιο επισκόπους, δηλαδή επόπτες των… …   Dictionary of Greek

  • ατέμβω — (Α) 1. κακομεταχειρίζομαι, στερώ 2. παθ. στερούμαι, χάνω 3. μέσ. επιπλήττω, κατακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. dabhnόti «βλάπτω», dambhά , αρσ. «απάτη». Το α του ατέμβω πιθ. αθροιστικό ή επιτατικό. Το ρ. ατέμβω… …   Dictionary of Greek

  • αψίδα — Κάθε καμπύλο ή τοξοειδές κατασκεύασμα από πέτρες ή τούβλα. Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, α. λέγεται η κόγχη των ναών. Η λέξη α. είχε στην αρχαία ελληνική άλλη σημασία και χαρακτήριζε κυρίως το δίχτυ, αλλά και τον βρόχο και τη θηλιά. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

  • βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”